καταθεματίζω

καταθεματίζω
καταθεματίζω (s. prec. entry; AcPh [Aa II/2, 9, 23]; Just., D. 47, 4 καταθεματίσαντας [v.l. κατανα-]; Iren. 1, 13, 4 καταθεματίσασαι [Harv. I 119f]; 16, 3 [H. 163, 8] καταθεματίσαντας. See PGlaue, ZNW 45, ’54, 94) curse Mt 26:74 (v.l. καταναθεματίζειν).—DELG s.v. τίθημι. M-M. Lampe. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταθεματίζω — pres subj act 1st sg καταθεματίζω pres ind act 1st sg καταθεματίζω pres subj act 1st sg καταθεματίζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθεματίζω — (Α) [κατάθεμα] αναθεματίζω …   Dictionary of Greek

  • καταθεματίζειν — καταθεματίζω pres inf act (attic epic) καταθεματίζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθεματίζοντας — καταθεματίζω pres part act masc acc pl καταθεματίζω pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθεματίζοντες — καταθεματίζω pres part act masc nom/voc pl καταθεματίζω pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθεματίζουσα — καταθεματίζω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) καταθεματίζω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθεματίσαντας — καταθεματίζω aor part act masc acc pl καταθεματίζω aor part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεθεμάτιζον — καταθεματίζω imperf ind act 3rd pl καταθεματίζω imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεθεμάτισεν — καταθεματίζω aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθεματίσασαι — καταθεματίσᾱσαι , καταθεματίζω aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) καταθεματίσᾱσαι , καταθεματίζω aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθεματισμός — καταθεματισμός, ὁ (Α) [καταθεματίζω] κατάθεμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”